- τοῖσδ'
- τοῖσδε , ὅδεthismasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντίκτω — ἐντίκτω (Α) 1. γεννώ κάπου («δόμοις τοῑσδ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον», Ευρ.) 2. δημιουργώ, παράγω, εμπνέω («ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
επάχθομαι — ἐπάχθομαι (Α) στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ οὔτ ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»] … Dictionary of Greek
επιπείθομαι — ἐπιπείθομαι (Α) 1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.) 2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῑν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.) 3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι… … Dictionary of Greek
επιστένω — ἐπιστένω (AM) [στένω] θρηνώ για κάτι («τί δὴ τάλαινα τοῑσδ’ ἐπιστένεις τέκνοις;», Ευρ.) αρχ. στενάζω αμέσως μετά («ὡς ἔφατο κλαίουσ’ ἐπὶ δ’ ἔστενε δῆμος ἀπείρων», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek